κάχληκας

κάχληκας
ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ)
στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. -ηξ (πρβλ. νάρθ-ηξ, τράπ-ηξ). Κατά μια άλλη άποψη, η λ. κάχλη, μαζί με τη λατ. calx «χαλίκι», είναι δάνεια αιγαιακά (ίσως προελλην. γλωσσικού υποστρώματος), πρβλ. χάλιξ. Ο τ. κόχλαξ είναι μεταπλασμένος τ. σχηματισμένος ίσως κατ' επίδρασιν του κόχλος «κοχλίας, σαλίγκαρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάχληκας — κάχληξ pebble masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάχληξ — κάχληξ, ὁ (ΑΜ) βλ. κάχληκας …   Dictionary of Greek

  • καχληκοσωρός — ο σωρός από κάχληκες, βότσαλα, στην παραλία ή σε κοίτες ποταμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάχληκας + σωρός (< σωρός), πρβλ. λιθο σωρός, ξυλο σωρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”